PDA

Επιστροφή στο Forum : Ενημέρωση για τον καρκίνο παχέος εντέρου



slaine
26-02-09, 04:04
Ο καρκίνος παχέος εντέρου αποτελεί μία από τις συχνότερες μορφές καρκίνου που εμφανίζονται στον άνθρωπο. Πρόκειται για κακοήθη όγκο που αναπτύσσεται στο εσωτερικό του παχέος εντέρου και προσβάλλει εκατομμύρια ανθρώπους.

Η συγκεκριμένη μορφή καρκίνου προέρχεται από μικρούς καλοήθεις όγκους του εντέρου, γνωστούς και ως πολύποδες, οι οποίοι εμφανίζονται συχνότερα, καθώς αυξάνεται η ηλικία του ατόμου. Αν δυνητικά καρκινογόνοι πολύποδες διαγνωστούν έγκαιρα, μπορούν να αφαιρεθούν ανώδυνα (χωρίς να είναι αναγκαία η χειρουργική επέμβαση).

Η πραγματική εικόνα του θέματος…
-Κάθε 5 δευτερόλεπτα κάποιος που πρέπει να ελεγχθεί για καρκίνο παχέος εντέρου δεν το πραγματοποιεί.

-Η Αμερικανική Εταιρεία Καρκίνου συνιστά έλεγχο όλων των ατόμων άνω των 50 ετών, αλλά και των ηλικιακά νεότερων, αν ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου.

-Κάθε 3,5 λεπτά κάποιος διαγιγνώσκεται με καρκίνο παχέος εντέρου.

-Σε παγκόσμιο επίπεδο, κάθε χρόνο, διαγιγνώσκονται 1.000.000 νέες περιπτώσεις καρκίνου παχέος εντέρου.

-300.000 περιστατικά αφορούν Ευρωπαίους πολίτες, ενώ στην Ευρώπη ο καρκίνος παχέος εντέρου αποτελεί τη δεύτερη συχνότερη μορφή καρκίνου και τη δεύτερη αιτία θανάτου από καρκίνο.

-Κάθε 9 λεπτά κάποιος χάνει τη ζωή του από καρκίνο παχέος εντέρου.

-Στο Ηνωμένο Βασίλειο, κάθε μέρα 50 άτομα πεθαίνουν από καρκίνο παχέος εντέρου.

-Παγκοσμίως, το 2005, έχασαν τη ζωή τους από τη νόσο 655.000 άνθρωποι.

-Η πενταετής επιβίωση για ασθενείς με διαγνωσμένο καρκίνο παχέος εντέρου είναι περίπου 50%. Η επιβίωση βελτιώνεται σε σημαντικό βαθμό, εάν η διάγνωση της νόσου γίνει σε πρώιμο στάδιο.
(2006 European Epidemiology data, Al. B. Benson, JMCP 2007)

Ομάδες υψηλού κινδύνου
-Άτομα ηλικίας άνω των 50 ετών. Έχει διαπιστωθεί ότι ποσοστό 92% των περιστατικών καρκίνου παχέος εντέρου διαγιγνώσκεται σε άτομα ηλικίας άνω των 50 ετών.

-Άτομα με πολύποδες στο παχύ έντερο.

-Άτομα που πάσχουν από τη νόσο του Crohn ή από ελκώδη κολίτιδα.

-Άτομα με οικογενειακό ιστορικό καρκίνου παχέος εντέρου - ορθού.

-Υπολογίζεται ότι το 20% των περιστατικών καρκίνου παχέος εντέρου έχουν οικογενή εμφάνιση (συγγενείς α´ βαθμού).


Τρόποι Πρόληψης
Υπολογίζεται ότι οι 2 στους 3 καρκίνους παχέος εντέρου θα μπορούσαν να προληφθούν με αλλαγές στη διατροφή και τη φυσική άσκηση (Cancer Research UK).

Την πόρτα στον καρκίνο παχέος εντέρου ανοίγουν οι διατροφικές μας συνήθειες, οι οποίες υπολογίζεται ότι ευθύνονται για περίπου το 30% του συνόλου των περιστατικών καρκίνου στις δυτικές κοινωνίες, καθιστώντας τη διατροφή το δεύτερο παράγοντα κινδύνου για καρκίνο μετά το κάπνισμα.
Οι λιπαρές τροφές, τα τηγανητά, οι τροφές με συντηρητικά και το κόκκινο κρέας, ευνοούν την ανάπτυξη καρκίνου παχέος εντέρου. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συνδέει, με εμπεριστατωμένα στοιχεία, την παχυσαρκία με την εμφάνιση της νόσου.

Προτείνονται οι παρακάτω αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες και στον τρόπο ζωής:
-Κατανάλωση τουλάχιστον 5 μερίδων λαχανικών και φρούτων κάθε μέρα.

-Αντικατάσταση των κεκορεσμένων λιπαρών με ελαιόλαδο.

-Αποφυγή του κόκκινου κρέατος και, εναλλακτικά, κατανάλωση κοτόπουλου ή ψαριού.

-Επιλογή δημητριακών ολικής άλεσης και καστανού ρυζιού αντί των επεξεργασμένων προϊόντων.

-Μείωση της κατανάλωσης αλατιού.

-Κατανάλωση πολλών υγρών και κυρίως νερού.

-Αποφυγή του υπερβολικού σωματικού βάρους.

-Αύξηση της σωματικής δραστηριότητας.

-Το κάπνισμα συνιστά τον υψηλότερο παράγοντα κινδύνου για διάφορους τύπους καρκίνου, όπως του πνεύμονα, του λάρυγγα, του οισοφάγου, του στομάχου κ.λπ. Οι καπνιστές διατρέχουν έως και τετραπλάσιο κίνδυνο να εμφανίσουν καρκίνο παχέος εντέρου σε σχέση με τους μη καπνιστές.


Συμπτώματα
Τα συμπτώματα του καρκίνου παχέος εντέρου είναι:
-Αίμα στα κόπρανα
-Διαταραχή στη φυσιολογική λειτουργία του εντέρου (διάρροια ή δυσκοιλιότητα) χωρίς εμφανή λόγο, που διαρκεί περισσότερο από 6 εβδομάδες
-Ανεξήγητη απώλεια βάρους
-Πόνος στην κοιλιά ή στον πρωκτό
-Αίσθηση ότι δεν έχει αδειάσει εντελώς το παχύ έντερο μετά από μια κένωση
-Συμπτώματα αναιμίας, όπως εύκολη κόπωση



Διάγνωση
Οι βασικές διαγνωστικές εξετάσεις είναι:
Εξέταση κοπράνων (FOB Test / Δοκιμασία Mayer)
Ακτινολογικός έλεγχος παχέος εντέρου
Ορθοσιγμοειδοσκόπηση
Κολονοσκόπηση

Τα άτομα χωρίς αναγνωρισμένους παράγοντες κινδύνου θα πρέπει να ξεκινούν τον τακτικό έλεγχο στην ηλικία των 50 ετών. Πληροφορίες για τη συχνότητα των εξετάσεων μπορεί να σας δώσει μόνο ο ειδικός ιατρός.


Θεραπεία
Η θεραπεία του καρκίνου στοχεύει στην ίαση, στην παράταση της ζωής και στη βελτίωση της ποιότητάς της για τον ασθενή. Η θεραπευτική αντιμετώπιση του καρκίνου παχέος εντέρου διαφοροποιείται, ανάλογα με το στάδιο της νόσου.

Χειρουργική επέμβαση: πραγματοποιείται αφαίρεση του τμήματος, στο οποίο εντοπίζεται ο καρκίνος.

Ακτινοθεραπεία: καταστρέφονται, με τη χρήση ακτινοβολίας, τα καρκινικά κύτταρα γύρω από τον όγκο που αφαιρέθηκε (καρκίνος του ορθού).

Χημειοθεραπεία: χορηγούνται ενδοφλεβίως ή από το στόμα, φάρμακα που σκοτώνουν τα καρκινικά κύτταρα που κυκλοφορούν στον οργανισμό.

Νεότερες στοχευμένες θεραπείες: συγχορηγούνται συνήθως με τη χημειοθεραπεία, εμποδίζοντας την αγγείωση του όγκου και κατά συνέπεια, την παροχή αίματος σε αυτόν. Έτσι, διακόπτεται η θρέψη των καρκινικών κυττάρων, τα οποία σταδιακά συρρικνώνονται.

Προτεινόμενη προληπτική εξέταση
Η προτεινόμενη προληπτική εξέταση είναι η εξέταση ανίχνευσης αιμοσφαιρίνης στα κόπρανα (δοκιμασία Mayer κοπράνων). Η εξέταση ανιχνεύει τις μικρές ποσότητες αίματος, που κανονικά δεν είναι ορατές με γυμνό μάτι, στις κενώσεις.

Δεν διαγιγνώσκει τον καρκίνο παχέος εντέρου, αλλά με τα αποτελέσματα αξιολογείται από τον ειδικό ιατρό αν οι ασθενείς θα πρέπει να υποβληθούν σε εξέταση του εντέρου (κολονοσκόπηση).

Η ύπαρξη αιμοσφαιρίνης στα κόπρανα δεν συνεπάγεται απαραίτητα διάγνωση καρκίνου. Το αρνητικό αποτέλεσμα της εξέτασης δεν αποκλείει την ύπαρξη πολυπόδων ή ακόμη και καρκίνου. Για το λόγο αυτό, η εξέταση θα πρέπει να επαναλαμβάνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα σε συνεργασία με ειδικό ιατρό.

Πόσο συχνός είναι ο καρκίνος παχέος εντέρου;
Ο καρκίνος παχέος εντέρου είναι ο τρίτος συχνότερος καρκίνος και το τρίτο πιο συχνό αίτιο θανάτου από καρκίνο σε άνδρες και γυναίκες στις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι ο δεύτερος σε συχνότητα εμφάνισης καρκίνος και το δεύτερο πιο συχνό αίτιο θανάτου από καρκίνο στην Ευρώπη. Ο αριθμός των νέων περιστατικών καρκίνου παχέος εντέρου στην Ευρώπη ανέρχεται σε 412.900 άτομα ετησίως.

[Annals of Oncology 18: 581-592, 2007]
Το 2007, οι διαγνώσεις καρκίνου παχέος εντέρου στις Ηνωμένες Πολιτείες υπολογίστηκαν σε 153.760 άτομα (79.130 άνδρες και 74.630 γυναίκες), ενώ ο αριθμός των θανάτων έφθασε τους 52.180 (26.000 άνδρες και 26.180 γυναίκες).

Γιατί είναι σημαντικό να αναληφθεί δράση από κοινωνικούς και επιστημονικούς φορείς;
Οι τρέχουσες παρεμβάσεις που αποσκοπούν στην τροποποίηση των παραγόντων κινδύνου, τον έλεγχο του ασυμπτωματικού πληθυσμού (άτομα ηλικίας άνω των 50 ετών) (screening) και την αντιμετώπιση της νόσου, μπορούν να μειώσουν τη θνητότητα από καρκίνο παχέος εντέρου κατά περίπου 50% έως το έτος 2020.

Ωστόσο, εάν δεν ληφθούν σήμερα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να αυξηθεί η χρήση αποτελεσματικών παρεμβάσεων, η μείωση της θνητότητας από καρκίνο παχέος εντέρου ενδέχεται να μην υπερβεί το 17%. (Cancer. 2006;107:1624-33).

Σημειώνεται ότι 175 εκατομμύρια Ευρωπαίοι πολίτες είναι ηλικίας 50 έως 69 ετών, δηλαδή άτομα σε ορισμένα από τα οποία ενδέχεται να αναπτυχθεί καρκίνος παχέος εντέρου. [World CIA Factbook]


Ποιος είναι ο μέσος κίνδυνος ενός ατόμου να εμφανίσει καρκίνο παχέος εντέρου;
Ένα άτομο με τον αναμενόμενο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου παχέος εντέρου (που δεν ανήκει σε ομάδες υψηλού κινδύνου για ανάπτυξη καρκίνου παχέος εντέρου) έχει πιθανότητα περίπου 6% να αναπτύξει τη νόσο κατά τη διάρκεια της ζωής του. Με άλλα λόγια 1 στους 16 άνδρες και 1 στις 20 γυναίκες θα εμφανίσουν οπωσδήποτε καρκίνο παχέος εντέρου κάποια στιγμή στη ζωή τους. Οι άνδρες διατρέχουν ελαφρώς υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου σε σχέση με τις γυναίκες.


Ποιος είναι ο κίνδυνος ενός ατόμου, εάν υπάρχει οικογενειακό ιστορικό καρκίνου παχέος εντέρου;
Εφόσον συγγενείς πρώτου βαθμού ενός ατόμου (γονέας, αδελφός, αδελφή ή παιδί) έχουν εμφανίσει καρκίνο παχέος εντέρου πριν από την ηλικία των 50 ετών, το άτομο αυτό διατρέχει διπλάσιο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου από το μέσο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου παχέος εντέρου. Ο κίνδυνος αυξάνεται ακόμη περισσότερο, εάν και άλλοι στενοί συγγενείς του ατόμου πάσχουν από καρκίνο παχέος εντέρου. (People Living With Cancer Association)

Περίπου 70% των ασθενών με καρκίνο παχέος εντέρου είναι ηλικίας άνω των 65 ετών. Ο καρκίνος στο παχύ έντερο είναι σπάνιος κάτω από την ηλικία των 45 ετών. Στα άτομα ηλικίας 45-54 ετών η επίπτωση καρκίνου στο παχύ έντερο είναι περίπου 20 άτομα ανά 100.000/έτος, ενώ σε μεγαλύτερες ηλικίες αυξάνεται σε πολύ μεγαλύτερα ποσοστά (55 ανά 100.000/έτος για τα άτομα ηλικίας 55-64 ετών, 150 ανά 100.000/έτος για τα άτομα ηλικίας 65-74 ετών και περισσότερο από 250 ανά 100.000/έτος για τα άτομα ηλικίας άνω των 75 ετών). (Eur J Cancer 2001;37 Suppl 8:S4-S66)

Μεταξύ του 1994 και του 2004, η επίπτωση του καρκίνου παχέος εντέρου μειώθηκε κατά 0,5% στους άνδρες και 9,6% στις γυναίκες. Μεταξύ του 1995 και του 2005, το ποσοστό θνητότητας από καρκίνο παχέος εντέρου μειώθηκε κατά 14,1% στους άνδρες και 24,5% στις γυναίκες. [Scottish Public Health Observatory]


Σημασία προληπτικού ελέγχου ασυμπτωματικού πληθυσμού (screening)
Εφόσον οι τάσεις του χρονικού διαστήματος μεταξύ 1995 και 2000 συνεχισθούν, η μείωση στη θνητότητα από καρκίνο παχέος εντέρου υπολογίζεται σε 36%. Ωστόσο, εάν οι τάσεις όσον αφορά στον επιπολασμό των παραγόντων κινδύνου βελτιωθούν ακόμη περισσότερο, εάν η εφαρμογή του προληπτικού ελέγχου φθάσει στο 70% του πληθυσμού-στόχου και εάν η λήψη χημειοθεραπείας αυξηθεί σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, θα μπορούσε να επιτευχθεί μείωση της τάξης του 49%.

Το μεγαλύτερο μέρος (23%) της εκτιμώμενης μείωσης της θνητότητας με τις ελπιδοφόρες αυτές τάσεις θα οφείλεται στον προληπτικό έλεγχο του ασυμπτωματικού πληθυσμού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η μείωση των παραγόντων κινδύνου (16%) και η αυξημένη χρήση χημειοθεραπείας (10%) δεν συνεισφέρουν επίσης σημαντικά. [Cancer. 2006; 107:1624-1633]

Οι στρατηγικές ελέγχου ασυμπτωματικού πληθυσμού περιλαμβάνουν κατά κύριο λόγο την ανίχνευση αίματος στα κόπρανα (faecal occult blood screening test). Η κολονοσκόπηση θα πρέπει να χρησιμοποιείται για περιστατικά με θετικό αποτέλεσμα στην εξέταση.

Οι εξετάσεις αυτές θα πρέπει να εφαρμόζονται στο πλαίσιο οργανωμένων προγραμμάτων, όπου είναι δυνατόν, προκειμένου να αυξηθεί η ενημέρωση στο κοινό και τους φορείς υγείας σχετικά με την έκταση της νόσου και τη δυνατότητα μείωσης του αριθμού των ασθενών, μέσω αποτελεσματικού ελέγχου, διάγνωσης και θεραπείας. [Cochrane Database Syst Rev 2007 Jan 24;(1):CD001216, Eur J Cancer 2000;36:1473-1478, Gastroenterology 2003; 124: 544-560]

Η πλέον καλώς μελετημένη μέθοδος προληπτικού ελέγχου, δηλαδή η εξέταση ανίχνευσης αιμοσφαιρίνης στα κόπρανα (FOBT) μειώνει τη θνητότητα από καρκίνο παχέος εντέρου έως και 25% στα άτομα που υποβάλλονται σε έναν τουλάχιστον κύκλο ελέγχου (Cochrane Database 2007).

Έλεγχος ασυμπτωματικού πληθυσμού και καθυστερημένη διάγνωση
Η αύξηση της επίπτωσης του καρκίνου παχέος εντέρου με την αύξηση της ηλικίας είναι πιο έκδηλη στους άνδρες απ'Α ό,τι στις γυναίκες και επομένως περισσότεροι άνδρες παρά γυναίκες αναπτύσσουν τη νόσο σε μικρότερες ηλικίες.

Εν τούτοις, επειδή το προσδόκιμο επιβίωσης είναι μικρότερο στους άνδρες, οι διαγνώσεις περιστατικών σε μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκες είναι περισσότερες απ'Α ό,τι σε μεγαλύτερης ηλικίας άνδρες. Έτσι, ο αθροιστικός εφ'Α όρου ζωής κίνδυνος και ο ετήσιος αριθμός νέων διαγνώσεων είναι παρόμοιοι για τους άνδρες και τις γυναίκες (περίπου 6%).

Τα ποσοστά θνητότητας από τη νόσο μπορούν να μειωθούν εάν αυξηθεί το ποσοστό επιβίωσης ή μειωθεί η επίπτωση της νόσου. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, τα μέσα ποσοστά πενταετούς επιβίωσης για τον καρκίνο παχέος εντέρου ήταν 46%, αλλά διέφεραν στις διάφορες χώρες της Ευρώπης.

Τα ποσοστά επιβίωσης αυξήθηκαν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, αλλά οι διαφορές μεταξύ των χωρών εξακολουθούσαν να υπάρχουν. Το μεγαλύτερο μέρος των αποκλίσεων στα ποσοστά επιβίωσης μεταξύ των χωρών ερμηνεύεται από τις υπάρχουσες διαφορές στο στάδιο της νόσου κατά τη διάγνωση.

Τα ποσοστά πενταετούς επιβίωσης για εντοπισμένη νόσο (στάδια A και B κατά Dukes) είναι 85- 90%, σε σύγκριση με 55-60% για τοπική νόσο (στάδιο C κατά Dukes) και μόνο 5-8% για περιστατικά με απομακρυσμένες μεταστάσεις (στάδιο D κατά Dukes) κατά την αρχική διάγνωση.

Άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την επιβίωση είναι διαφορές στην κλινική εικόνα της νόσου (ανάγκη για επείγουσα χειρουργική επέμβαση), τη χειρουργική αντιμετώπιση, τη χημειοθεραπεία και τη μετεγχειρητική θνητότητα. Στοιχεία από τη Γαλλία υποδεικνύουν ότι ένας συνδυασμός αυτών των παραγόντων συνέβαλε σε κατά 20% βελτίωση της πενταετούς επιβίωσης μεταξύ των ετών 1976-9 και 1992-5.


Παράγοντες κινδύνου για ανάπτυξη της νόσου και προφύλαξη
Η αύξηση της επίπτωσης της νόσου σε άτομα που μετανάστευσαν από χώρες χαμηλού κινδύνου για ανάπτυξη καρκίνου παχέος εντέρου σε χώρες με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου παχέος εντέρου υποδηλώνει ότι η νόσος θα μπορούσε να αποφευχθεί, εάν υιοθετείτο ο τρόπος διαβίωσης (κυρίως διαιτητικές συνήθειες) που επικρατεί στις χώρες χαμηλού κινδύνου.

Παράγοντες που συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο είναι εκείνοι που σχετίζονται με το δυτικό τρόπο ζωής. Οι παράγοντες αυτοί σχετίζονται με διατροφή πλούσια σε κόκκινο ή επεξεργασμένο κρέας και πτωχή σε φυτικές ίνες, τον καθιστικό τρόπο ζωής και την αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ.

Ορισμένοι χημειοπροφυλακτικοί παράγοντες (δηλαδή ουσίες λαμβανόμενες από το στόμα), μπορεί να μειώσουν τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου παχέος εντέρου. Σχετικές πειραματικές ενδείξεις υπάρχουν για την ασπιρίνη, το φυλλικό οξύ, το ασβέστιο και, στις γυναίκες τη θεραπεία υποκατάστασης με ορμόνες.

Υπάρχουν ισχυρότατα επιδημιολογικά δεδομένα που αποδεικνύουν ότι η αφαίρεση των πολυπόδων κατά την κολονοσκόπηση μειώνει τα ποσοστά επίπτωσης καρκίνου παχέος εντέρου. Η μεγάλη μείωση στα ποσοστά επίπτωσης καρκίνου παχέος εντέρου που παρατηρείται από το 1985 στις ΗΠΑ έχει αποδοθεί στην αυξημένη χρήση σιγμοειδοσκόπησης ή/και κολονοσκόπησης και πολυποδεκτομής κατά τη διάρκεια της κολονοσκόπησης.